- ἀσχαλάᾳ
- ἀσχαλάωto be distressedpres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)ἀσχαλάωto be distressedpres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… … Dictionary of Greek
ἀσχαλάαν — ἀσχαλάω to be distressed pres inf act (epic) ἀσχαλάᾱν , ἀσχαλάω to be distressed pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)